μετασκευάζει

μετασκευάζει
μετασκευάζω
put into another dress
pres ind mp 2nd sg
μετασκευάζω
put into another dress
pres ind act 3rd sg
μετασκευάζω
put into another dress
pres ind mp 2nd sg
μετασκευάζω
put into another dress
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετασκευαστικός — ή, ό (Α μετασκευαστικός, ή, όν) [μετασκευαστής] αυτός που είναι αρμόδιος ή επιτήδειος στο να μετασκευάζει ή αυτός που επιφέρει μετασκευή …   Dictionary of Greek

  • ναυπηγείο — Κάθε συγκρότημα που κατασκευάζει, εξοπλίζει, επισκευάζει ή μετασκευάζει εμπορικά ή πολεμικά πλοία. Εκτός από τις κλίνες ή τις δεξαμενές, όπου κατασκευάζεται το σκάφος, το ν. περιλαμβάνει κυρίως ένα τεχνικό γραφείο που σχεδιάζει το πλοίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”